κουροτοκος

κουροτοκος
    κουροτόκος
    κουρο-τόκος
    2
    рождающий детей, плодовитый
    

κουροτόκοι Ἀργεῖαι Eur. — аргосские матери


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κουροτοκος" в других словарях:

  • κουροτόκος — κουροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, θηλυ τόκος] …   Dictionary of Greek

  • κουροτόκοις — κουροτόκος bearing boy children masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουροτοκώ — κουροτοκῶ, έω (Α) [κουροτόκος] γεννώ αρσενικά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»